- αποκοίμημα
- το , αποκοίμηση [-ις (-εως)] η засыпание, сон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκοιμιέμαι — και αποκοιμιούμαι ήθηκα, οιμισμένος, με παίρνει ο ύπνος: Εκεί που κουβεντιάζαμε αποκοιμήθηκε. Ουσ. αποκοίμηση, η και αποκοίμημα, το το να μας πάρει ο ύπνος. Η μτχ. αποκοιμισμένος, ο φανερώνει το νωθρό, το βλάκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)